μονωσάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονωσάς | οι | μονωσάδες |
γενική | του | μονωσά | των | μονωσάδων |
αιτιατική | τον | μονωσά | τους | μονωσάδες |
κλητική | μονωσά | μονωσάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονωσάς αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονωσάς
|