μονωτήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μονωτήρ | οἱ | μονωτῆρες | ||||
γενική | τοῦ | μονωτῆρος | τῶν | μονωτήρων | ||||
δοτική | τῷ | μονωτῆρι | τοῖς | μονωτῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | μονωτῆρα | τοὺς | μονωτῆρας | ||||
κλητική ὦ! | μονωτήρ | μονωτῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονωτήρ, -ῆρος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .