μονόγραμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονόγραμμα τα μονογράμματα
      γενική του μονογράμματος των μονογραμμάτων
    αιτιατική το μονόγραμμα τα μονογράμματα
     κλητική μονόγραμμα μονογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόγραμμα (μαρτυρείται από το 1863)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monogramme < λατινική monogramma / monogrammum < μεσαιωνική ελληνική μονόγραμμον < ελληνιστική κοινή μονόγραμμος < αρχαία ελληνική μόνος + γράφω[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονόγραμμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 668, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.