μονόδραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόδραμα ουδέτερο
- είδος μουσικού θεάτρου που αποδίδεται από έναν μόνο ηθοποιό
- το απαγγελόμενο θεατρικό μέρος με συνοδεία ορχήστρας από ένα από τα κύρια πρόσωπα του έργου.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μονόδραμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόδραμα
|