μονόδραμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονόδραμα τα μονοδράματα
      γενική του μονοδράματος των μονοδραμάτων
    αιτιατική το μονόδραμα τα μονοδράματα
     κλητική μονόδραμα μονοδράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόδραμα < μονό + δράμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονόδραμα ουδέτερο

  1. είδος μουσικού θεάτρου που αποδίδεται από έναν μόνο ηθοποιό
  2. το απαγγελόμενο θεατρικό μέρος με συνοδεία ορχήστρας από ένα από τα κύρια πρόσωπα του έργου.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]