μονόκαννος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόκαννος η μονόκαννη το μονόκαννο
      γενική του μονόκαννου της μονόκαννης του μονόκαννου
    αιτιατική τον μονόκαννο τη μονόκαννη το μονόκαννο
     κλητική μονόκαννε μονόκαννη μονόκαννο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόκαννοι οι μονόκαννες τα μονόκαννα
      γενική των μονόκαννων των μονόκαννων των μονόκαννων
    αιτιατική τους μονόκαννους τις μονόκαννες τα μονόκαννα
     κλητική μονόκαννοι μονόκαννες μονόκαννα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόκαννος < μονο- + κάννη + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈno.ka.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐καν‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόκαννος

  1. που έχει μόνο μία κάννη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονόκαννο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]