μονόκλωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόκλωνος < ελληνιστική κοινή μονόκλωνος < μονο- + κλῶνος [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόκλωνος, -η, -ο
- (βοτανική) για φυτό: που έχει ένα μόνο βλαστό
- νήμα που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
- για καλώδιο: που αποτελείται από ένα μόνο σύρμα ή μεταλλικό πυρήνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόκλωνος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μονόκλωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας