μονόπατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόπατος < μονο- + πάτος < ελληνιστική κοινή πάτος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόπατος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόπατος
|