μονόσπερμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόσπερμος η μονόσπερμη το μονόσπερμο
      γενική του μονόσπερμου της μονόσπερμης του μονόσπερμου
    αιτιατική τον μονόσπερμο τη μονόσπερμη το μονόσπερμο
     κλητική μονόσπερμε μονόσπερμη μονόσπερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόσπερμοι οι μονόσπερμες τα μονόσπερμα
      γενική των μονόσπερμων των μονόσπερμων των μονόσπερμων
    αιτιατική τους μονόσπερμους τις μονόσπερμες τα μονόσπερμα
     κλητική μονόσπερμοι μονόσπερμες μονόσπερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόσπερμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόσπερμος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]