μονώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μονώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.no.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
μονώνομαι, π.αόρ.: μονώθηκα, μτχ.π.π.: μονωμένος, και δείτε τη μετοχή μεμονωμένος, (ενεργ.: μονώνω)
- με μονώνουν
- η ταράτσα μονώθηκε με πίσσα
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονώνομαι | μονωνόμουν(α) | θα μονώνομαι | να μονώνομαι | ||
β' ενικ. | μονώνεσαι | μονωνόσουν(α) | θα μονώνεσαι | να μονώνεσαι | ||
γ' ενικ. | μονώνεται | μονωνόταν(ε) | θα μονώνεται | να μονώνεται | ||
α' πληθ. | μονωνόμαστε | μονωνόμαστε μονωνόμασταν |
θα μονωνόμαστε | να μονωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μονώνεστε | μονωνόσαστε μονωνόσασταν |
θα μονώνεστε | να μονώνεστε | (μονώνεστε) | |
γ' πληθ. | μονώνονται | μονώνονταν μονωνόντουσαν |
θα μονώνονται | να μονώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μονώθηκα | θα μονωθώ | να μονωθώ | μονωθεί | ||
β' ενικ. | μονώθηκες | θα μονωθείς | να μονωθείς | μονώσου | ||
γ' ενικ. | μονώθηκε | θα μονωθεί | να μονωθεί | |||
α' πληθ. | μονωθήκαμε | θα μονωθούμε | να μονωθούμε | |||
β' πληθ. | μονωθήκατε | θα μονωθείτε | να μονωθείτε | μονωθείτε | ||
γ' πληθ. | μονώθηκαν μονωθήκαν(ε) |
θα μονωθούν(ε) | να μονωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μονωθεί | είχα μονωθεί | θα έχω μονωθεί | να έχω μονωθεί | μονωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μονωθεί | είχες μονωθεί | θα έχεις μονωθεί | να έχεις μονωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μονωθεί | είχε μονωθεί | θα έχει μονωθεί | να έχει μονωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μονωθεί | είχαμε μονωθεί | θα έχουμε μονωθεί | να έχουμε μονωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μονωθεί | είχατε μονωθεί | θα έχετε μονωθεί | να έχετε μονωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μονωθεί | είχαν μονωθεί | θα έχουν μονωθεί | να έχουν μονωθεί |