μονώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μονώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈno.no.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

μονώνομαι, π.αόρ.: μονώθηκα, μτχ.π.π.: μονωμένος, και δείτε τη μετοχή μεμονωμένος, (ενεργ.: μονώνω)

  1. με μονώνουν
    η ταράτσα μονώθηκε με πίσσα

Κλίση[επεξεργασία]