μορίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μορίδιο | τα | μορίδια |
γενική | του | μορίδιου & μοριδίου |
των | μορίδιων & μοριδίων |
αιτιατική | το | μορίδιο | τα | μορίδια |
κλητική | μορίδιο | μορίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορίδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορίδιο ουδέτερο
- (βιολογία): συμπαγής σφαίρα κυττάρων που δημιουργείται μετά από διαχωρισμό γονιμοποιημένου κυττάρου, συνήθως από κυτταροτροφοβλάστες που αργότερα σχηματίζουν ένα βλαστίδιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορίδιο
|