μοργανατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοργανατικός η μοργανατική το μοργανατικό
      γενική του μοργανατικού της μοργανατικής του μοργανατικού
    αιτιατική τον μοργανατικό τη μοργανατική το μοργανατικό
     κλητική μοργανατικέ μοργανατική μοργανατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοργανατικοί οι μοργανατικές τα μοργανατικά
      γενική των μοργανατικών των μοργανατικών των μοργανατικών
    αιτιατική τους μοργανατικούς τις μοργανατικές τα μοργανατικά
     κλητική μοργανατικοί μοργανατικές μοργανατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοργανατικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική morganatique[1] < μεσαιωνική λατινική morganaticus < morganaticum (=πρωινό δώρο) < πρωτογερμανική *murganagebō

Επίθετο[επεξεργασία]

μοργανατικός, -ή, -ό

  • γάμος ενός μέλους ηγεμονικού οίκου (βασιλιάς, πρίγκιπας, δούκας κ.λπ.) με γυναίκα μη ηγεμονικής καταγωγής (ή το αντίστροφο), με αποτέλεσμα οι απόγονοί τους να μην κληρονομούν τους σχετικούς τίτλους.
    O βουλευτής έθεσε επίσης και το ζήτημα αν ο γάμος είναι μοργανατικός, για να πάρει αρνητική απάντηση. Υπενθυμίζεται ότι μοργανατικός γάμος είναι αυτός μεταξύ άνδρα μέλους βασιλικής οικογένειας και γυναίκας μη μέλους. Σε αυτή την περίπτωση, η σύζυγος δεν αποκτά ανάλογο τίτλο και οι απόγονοι δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα. (http://news.in.gr)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]