μοργανατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοργανατικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική morganatique[1] < μεσαιωνική λατινική morganaticus < morganaticum (=πρωινό δώρο) < πρωτογερμανική *murganagebō
Επίθετο[επεξεργασία]
μοργανατικός, -ή, -ό
- γάμος ενός μέλους ηγεμονικού οίκου (βασιλιάς, πρίγκιπας, δούκας κ.λπ.) με γυναίκα μη ηγεμονικής καταγωγής (ή το αντίστροφο), με αποτέλεσμα οι απόγονοί τους να μην κληρονομούν τους σχετικούς τίτλους.
- O βουλευτής έθεσε επίσης και το ζήτημα αν ο γάμος είναι μοργανατικός, για να πάρει αρνητική απάντηση. Υπενθυμίζεται ότι μοργανατικός γάμος είναι αυτός μεταξύ άνδρα μέλους βασιλικής οικογένειας και γυναίκας μη μέλους. Σε αυτή την περίπτωση, η σύζυγος δεν αποκτά ανάλογο τίτλο και οι απόγονοι δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα. (http://news.in.gr)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοργανατικός
- ↑ μοργανατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.