μοριακός δεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μοριακός δεσμός θηλυκό
- (χημεία) ο τρόπος με τον οποίο δύο ή περισσότερα άτομα συνδέονται μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν ένα μόριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοριακός δεσμός