μορμολύττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορμολύττω < Μορμώ+ -ύττω

Ρήμα[επεξεργασία]

μορμολύττω

φοβερίζω τα μικρά παιδιά επικαλούμενος την Μορμώ.

«εὖ ἴσθι ὅτι οὐ μή σοι συγχωρήσω, οὐδ᾽ ἂν πλείω τῶν νῦν παρόντων ἡ τῶν πολλῶν δύναμις ὥσπερ παῖδας ἡμᾶς μορμολύττηται, δεσμοὺς καὶ θανάτους ἐπιπέμπουσα καὶ χρημάτων ἀφαιρέσεις. πῶς οὖν ἂν μετριώτατα σκοποίμεθα αὐτά;» Πλάτων «Κρίτων 46b»

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • μυθικό δαιμόνιο που επινοήθηκε ως φόβητρο των παιδιών