μορταρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορταρία οι μορταρίες
      γενική της μορταρίας
    αιτιατική τη μορταρία τις μορταρίες
     κλητική μορταρία μορταρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορταρία < μόρτ(ης) + -αρία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moɾ.taˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορ‐τα‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορταρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]