μορφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μορφή | οι | μορφές |
γενική | της | μορφής | των | μορφών |
αιτιατική | τη | μορφή | τις | μορφές |
κλητική | μορφή | μορφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφή < αρχαία ελληνική μορφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορφή θηλυκό
- η εξωτερική όψη, σχήμα κάποιου πράγματος
- (για κείμενα) τα στοιχεία που συνθέτουν την εξωτερική όψη ενός κειμένου, σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενο
- η ομοιοκαταληξία αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της μορφής στην παραδοσιακή ποίηση
- το πρόσωπο του ανθρώπου
- Ο Καλιγούλας είχε διατάξει να το μεταφέρουν στη Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο δίνοντάς του την μορφή του αυτοκράτορα (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Άγαλμα του Ολυμπίου Διός)
- άνθρωπος με αναγνωρισμένη προσφορά σε έναν τομέα
- ο Νικόλαος Πολίτης υπήρξε σπουδαία μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- μορφογένεση, μορφογενετικός, μορφογονία
- μορφοδυναμική
- μορφολογία, μορφολογικός
- μόρφωμα, μορφωμένος, μορφώνω, μόρφωση, μορφωτικός