μορφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφή οι μορφές
      γενική της μορφής των μορφών
    αιτιατική τη μορφή τις μορφές
     κλητική μορφή μορφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μορφή
(άνθρωπος με προσφορά) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική figure και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestalt
(μορφή κειμένου) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική forme και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestalt

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moɾˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορ‐φή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορφή θηλυκό

  1. η εξωτερική όψη, σχήμα κάποιου πράγματος
     συνώνυμα: ειδή, όψη, παρουσιαστικό, φυσιογνωμία
  2. (για κείμενα) τα στοιχεία που συνθέτουν την εξωτερική όψη ενός κειμένου, σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενο
    Η ομοιοκαταληξία αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της μορφής στην παραδοσιακή ποίηση.
  3. το πρόσωπο του ανθρώπου
    Ο Καλιγούλας είχε διατάξει να το μεταφέρουν στη Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο δίνοντάς του την μορφή του αυτοκράτορα (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Άγαλμα του Ολυμπίου Διός)
  4. άνθρωπος με αναγνωρισμένη προσφορά σε έναν τομέα
    ο Νικόλαος Πολίτης υπήρξε σπουδαία μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μορφή αἱ μορφαί
      γενική τῆς μορφῆς τῶν μορφῶν
      δοτική τῇ μορφ ταῖς μορφαῖς
    αιτιατική τὴν μορφήν τὰς μορφᾱ́ς
     κλητική ! μορφή μορφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μορφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  μορφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]