μορφοείδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορφοείδος ουδέτερο
- (βιολογία): είδος έμβιου οργανισμού που αναγνωρίζεται μόνο από τη μορφολογία του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφοείδος
|