μορφοκλασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μορφοκλασματικός < μορφ(ή) + -ο- + κλασματικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fractal
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moɾ.fo.kla.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φο‐κλα‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
- (μαθηματικά) που έχει σχέση με το μορφόκλασμα / φράκταλ (fractal) ή αναφέρεται σ’ αυτό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μορφοκλασματική γεωμετρία
- μορφοκλασματικό σχήμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φράκταλ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)