μορφολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφολογικά < μορφολογικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μορφολογικά
- από μορφολογικής άποψης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μορφολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μορφολογικός