μορφωτικός ακόλουθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μορφωτικός και ακόλουθος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μορφωτικός ακόλουθος αρσενικό ή θηλυκό
- διπλωματικός υπάλληλος που ασχολείται με την προβολή του πολιτισμού της χώρας του στο κράτος που είναι επιτετραμμένος και μεριμνά για την πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ των δύο χωρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφωτικός ακόλουθος