μοσκοκαρυδιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοσκοκαρυδιά | οι | μοσκοκαρυδιές |
γενική | της | μοσκοκαρυδιάς | των | μοσκοκαρυδιών |
αιτιατική | τη | μοσκοκαρυδιά | τις | μοσκοκαρυδιές |
κλητική | μοσκοκαρυδιά | μοσκοκαρυδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοσκοκαρυδιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη μοσχοκαρυδιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)