μοσκόβιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Mc
  • Ατομικός αριθμός : 115
  • Προηγούμενο = Fl
  • Επόμενο = Lv

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσκόβιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική moscovium < ρωσική МоскваΜόσχα, όπου και ανακαλύφθηκε)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοσκόβιο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσκόβιο τα μοσκόβια
      γενική του μοσκόβιου των μοσκόβιων
    αιτιατική το μοσκόβιο τα μοσκόβια
     κλητική μοσκόβιο μοσκόβια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]