μοσχάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοσχάρι | τα | μοσχάρια |
γενική | του | μοσχαριού | των | μοσχαριών |
αιτιατική | το | μοσχάρι | τα | μοσχάρια |
κλητική | μοσχάρι | μοσχάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοσχάρι < λόγια επίδραση στο μοσκάρι με [sk] > [sx] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοσκάρι < μοσχάριον < ελληνιστική κοινή μοσχάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μόσχος + -άριον [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈsxa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐σχά‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοσχάρι ουδέτερο και μοσκάρι
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό της αγελάδας
- (τρόφιμο) το κρέας αυτού του ζώου ως φαγητό, το μοσχαρίσιο κρέας
- ↪ σήμερα θα φάμε μοσχάρι κοκκινιστό
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο κουτός, ο εύπιστος
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο μη ενσυναίσθητος, ο άψυχος
- (μεταφορικά, μειωτικό) αυτός που τρώει πολύ, συνήθως χωρίς τρόπους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
διαλεκτικά:
- μουσκάριν (κυπριακά, ποντιακά)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μοσχάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζώο
|
κρέας
[επεξεργασία]
- ↑ μοσχάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)