μοσχάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχάρι τα μοσχάρια
      γενική του μοσχαριού των μοσχαριών
    αιτιατική το μοσχάρι τα μοσχάρια
     κλητική μοσχάρι μοσχάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. Μοσχάρι με τη μητέρα του.
2. Μοσχάρι κομμένο σε κρεοπωλείο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχάρι < λόγια επίδραση στο μοσκάρι με [sk] > [sx] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοσκάρι < μοσχάριον < ελληνιστική κοινή μοσχάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μόσχος + -άριον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈsxa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σχά‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοσχάρι ουδέτερο και μοσκάρι

  1. (θηλαστικό ζώο) το μικρό της αγελάδας
  2. (τρόφιμο) το κρέας αυτού του ζώου ως φαγητό, το μοσχαρίσιο κρέας
    σήμερα θα φάμε μοσχάρι κοκκινιστό
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ο κουτός, ο εύπιστος
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) ο μη ενσυναίσθητος, ο άψυχος
  5. (μεταφορικά, μειωτικό) αυτός που τρώει πολύ, συνήθως χωρίς τρόπους

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

διαλεκτικά:

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]