μοσχομυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχομυρίζω < μόσχος + μυρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μοσχομυρίζω, πρτ.: μοσχομύριζα, στ.μέλλ.: θα μοσχομυρίσω, αόρ.: μοσχομύρισα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]