μοσχοσάπουνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχοσάπουνο τα μοσχοσάπουνα
      γενική του μοσχοσάπουνου των μοσχοσάπουνων
    αιτιατική το μοσχοσάπουνο τα μοσχοσάπουνα
     κλητική μοσχοσάπουνο μοσχοσάπουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχοσάπουνο < μόσχος + -ο- + σαπούνι + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.sxoˈsa.pu.no/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοσχοσάπουνο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]