Μετάβαση στο περιεχόμενο

μοτέλ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοτέλ < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) αγγλική motel

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈtel/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοτέλ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]