μοτοποδήλατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοτοποδήλατο < μοτό + ποδήλατο μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική motor bicylce
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοτοποδήλατο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών)
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με πετάλια
- ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα· πρώτης γενεάς
- μηχανάκι χαμηλού κυβισμού με ποδηλατικά πετάλια· με ισχυρότερο σασί· δεύτερης γενεάς
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με κινητήρα κυβισμού έως 50cc
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με πετάλια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
και
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοτοποδήλατο