μοτοσικλετοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοτοσικλετοβιομηχανία < μοτοσικλέτα + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοτοσικλετοβιομηχανία θηλυκό, (σπάνιο)
- ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με τη μοτοσικλέτα
- ※ Το δάνειο αυτό αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου πλάνου οικονομικής ενίσχυσης των Ευρωπαϊκών αυτοκινητο - μοτοσικλετοβιομηχανιών (mototriti, 7/1/2009 [1])
- ※ H αναβίωση της Αγγλικής μοτοσικλετοβιομηχανίας ξεκίνησε άριστα (περιοδικό 2 Τροχοί, 24 - Αύγουστος 1992 [2])
- ※ Οι αγορές μοτοσικλέτας που θα ταΐσουν την εξέλιξη της ιαπωνικής μοτοσικλετοβιομηχανίας δεν είναι πλέον η Ιαπωνία ή ο υπόλοιπος κόσμος: είναι η Κίνα, η Ινδονησία, η Μαλαισία. (περιοδικό 2 Τροχοί, 87 - Οκτώβριος 1998 [3])
- βιομηχανική εταιρεία κατασκευής μοτοσικλετών
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'βιομηχανία' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)