μουαρέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουαρέ < γαλλική moiré

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουαρέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τυπογραφία) το ανεπιθύμητο σχέδιο που μοιάζει με τούλι και σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας ή μεγέθους ράστερ, για την αναπαραγωγή σε φιλμ, αντιγράφου ήδη εκτυπωμένου με ράστερ
    ταυτόσημα: ψάθα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]