μουκανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουκανίζω < αρχαία ελληνική μυκάομαι / μυκῶμαι + -ανίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
μουκανίζω
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουκανίζω | μουκάνιζα | θα μουκανίζω | να μουκανίζω | μουκανίζοντας | |
β' ενικ. | μουκανίζεις | μουκάνιζες | θα μουκανίζεις | να μουκανίζεις | μουκάνιζε | |
γ' ενικ. | μουκανίζει | μουκάνιζε | θα μουκανίζει | να μουκανίζει | ||
α' πληθ. | μουκανίζουμε | μουκανίζαμε | θα μουκανίζουμε | να μουκανίζουμε | ||
β' πληθ. | μουκανίζετε | μουκανίζατε | θα μουκανίζετε | να μουκανίζετε | μουκανίζετε | |
γ' πληθ. | μουκανίζουν(ε) | μουκάνιζαν μουκανίζαν(ε) |
θα μουκανίζουν(ε) | να μουκανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μουκάνισα | θα μουκανίσω | να μουκανίσω | μουκανίσει | ||
β' ενικ. | μουκάνισες | θα μουκανίσεις | να μουκανίσεις | μουκάνισε | ||
γ' ενικ. | μουκάνισε | θα μουκανίσει | να μουκανίσει | |||
α' πληθ. | μουκανίσαμε | θα μουκανίσουμε | να μουκανίσουμε | |||
β' πληθ. | μουκανίσατε | θα μουκανίσετε | να μουκανίσετε | μουκανίστε | ||
γ' πληθ. | μουκάνισαν μουκανίσαν(ε) |
θα μουκανίσουν(ε) | να μουκανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουκανίσει | είχα μουκανίσει | θα έχω μουκανίσει | να έχω μουκανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουκανίσει | είχες μουκανίσει | θα έχεις μουκανίσει | να έχεις μουκανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουκανίσει | είχε μουκανίσει | θα έχει μουκανίσει | να έχει μουκανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουκανίσει | είχαμε μουκανίσει | θα έχουμε μουκανίσει | να έχουμε μουκανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουκανίσει | είχατε μουκανίσει | θα έχετε μουκανίσει | να έχετε μουκανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουκανίσει | είχαν μουκανίσει | θα έχουν μουκανίσει | να έχουν μουκανίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουκανίζω
|