μουλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μουλάς | οι | μουλάδες |
γενική | του | μουλά | των | μουλάδων |
αιτιατική | τον | μουλά | τους | μουλάδες |
κλητική | μουλά | μουλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουλάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουλάς < τουρκική molla < περσική ملا < αραβική مولى (mawlā: ιερωμένος, φύλακας)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουλάς αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μουλάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)