μουλαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουλαράς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο οδηγός μουλαριού, ο ημιονηγός
- ※ Κατάφεραν μάλιστα ένα μουλαρά τους, που θα πήγαινε στο πρατήριο για τρόφιμα, να με πάρει στο μουλάρι του μαζί του (Πέτρος Μαρκάκης, και επί γης ειρήνη: χρονικό πολέμου, εκδ. Δίφρος, 1959, σελ. 153)