μουνιτσιόνε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουνιτσιόνε < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουνιτσιόνε θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο

  1. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) πολεμοφόδια
  2. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) χώρος αποθήκευσης πολεμοφοδίων των οχυρών και των πλοίων, επί τουρκοκρατίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]