Μετάβαση στο περιεχόμενο

μουντζουρώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουντζουρώνω < μουντζούρα

μουντζουρώνω

  • δημιουργώ μουντζούρες σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια, πχ για να διαγράψω βιαστικά ένα τμήμα κειμένου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]