μουντιαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουντιαλικός, -ή, -ό
- (αθλητισμός) που έχει σχέση με το μουντιάλ ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μουντιάλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουντιαλικός
|