μουνόδουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουνόδουλος οι μουνόδουλοι
      γενική του μουνόδουλου των μουνόδουλων
    αιτιατική τον μουνόδουλο τους μουνόδουλους
     κλητική μουνόδουλε μουνόδουλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουνόδουλος (νεολογισμός) < μουν(ί) + -ό- + δούλος

Ουσιαστικό

μουνόδουλος αρσενικό

  • (μεταφορικά, υβριστικό) άτομο που σκέφτεται συνέχεια το μουνί, που οι ερωτικές του επιθυμίες τον έχουν κάνει εξαρτημένο και έρμαιο των παθών και των επιθυμιών
    ※  Θα λένε από μέσα τους ότι είμαι σαβουρογάμης και μουνόδουλος, αλλά δε θα με νοιάζει. Εγώ θα έχω εσένα που θα με σέρνεις από τη μύτη. (Μιχάλης Μιχαηλίδης, Η πισίνα των αναμνήσεων, 1999, σελ. 83)

Συγγενικά

Μεταφράσεις