μουρλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουρλός -ή -ό
- τρελός, ανισόρροπος, παλαβός
- ο άνθρωπος είναι μουρλός, μην τον ακούς!
- (...με κάτι) πωρωμένος με κάτι, μανιακός
- είναι μουρλός με τα αυτοκίνητα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (γίνεται) της μουρλής: για υπερβολική ακαταστασία, φασαρία, κοσμοσυρροή ή κατάσταση που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουρλός
[επεξεργασία]
- ↑ «μουρλός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.