μουρμουρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουρμουρίζω < μεσαιωνική ελληνική μουρμουρίζω < (ελληνιστική κοινή)(;) μορμυρίζω < αρχαία ελληνική μορμύρω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muɾ.muˈɾi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

μουρμουρίζω

  1. μιλώ σιγά και ακούγομαι με δυσκολία
  2. λέω σιγανά κάτι που δεν έχει νόημα
  3. παραπονιέμαι χαμηλόφωνα
  4. ακούγομαι σαν μουρμουρητό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]