Μετάβαση στο περιεχόμενο

μουρνταρεύω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουρνταρεύω < μουρντάρ(ης) + -εύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /muɾ.daˈɾe.vo/

μουρνταρεύω, πρτ.: μουρντάρευα, στ.μέλλ.: θα μουρνταρέψω, αόρ.: μουρντάρεψα, χωρίς παθητική φωνή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]