μουσίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουσίτσα | οι | μουσίτσες |
γενική | της | μουσίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μουσίτσα | τις | μουσίτσες |
κλητική | μουσίτσα | μουσίτσες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσίτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης му̀шица (mùšica, μυγούλα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσίτσα θηλυκό
- (έντομο) είδος μικρού εντόμου
- (έντομο) σκνίπα
- (μεταφορικά) κατεργάρης
- (προσφώνηση, μεταφορικά οικείο) προσφώνηση ομορφούλας, λεπτοκαμωμένης και κατεργάρας γυναίκας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μσίτσα (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσίτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)