μουσαντά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσαντά: πληθυντικός του μουσαντό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mu.saˈda/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σα‐ντά

Επίρρημα[επεξεργασία]

μουσαντά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μουσαντά ουδέτερο