μουσαντό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσαντό < μούσι (στη σημασία: ψέμα) με ψευτογαλλική κατάληξη[1] [2] / εναλλακτικά, μαζί με τη λέξη «μούσι» και το μουσεβέζικος (μεσοβέζικος)[1] [3] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mu.saˈdo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σα‐ντό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσαντό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσαντό
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Νίκος Σαραντάκος, άρθρο: Από τη μουσαντένια ιστορία στο μούσι του αυτοκράτορα, sarantakos.wordpress.com, 18 Αυγούστου 2011.
- ↑ Ηλίας Πετρόπουλος, Καλιαρντά, (1971)
- ↑ Βρασίδας Καπετανάκης, Το λεξικό της πιάτσας, (πρώτη έκδοση 1950, δεύτερη 1962)