μουσαφίρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσαφίρης < τουρκική misafir < αραβική مسافر (mosâfer: ταξιδιώτης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσαφίρης αρσενικό
- φιλοξενούμενος
- ※ Έχω από χτες βράδυ μουσαφίρισσα την ξαδερφούλα μου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- επισκέπτης