μουσειογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσειογραφικός < μουσειογραφ(ία) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mu.si.o.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σει‐ο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μουσειογραφικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά τη μουσειογραφία
- ※ Η μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη προβλέπει την έκθεση 829 αντικειμένων. Το μουσείο γίνεται με μεγάλη υπευθυνότητα από την Εφορεία Ηρακλείου και με απόλυτα σύγχρονες προδιαγραφές. (Ηλίας Παλιαλέξης, Εντός του 2022 σε πλήρη λειτουργία το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσαράς Κρήτης, Euractiv, 8 Μαρτίου 2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσειογραφικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)