μουσειολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσειολόγος < μουσεί(ο) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική museologist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσειολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) που ασχολείται με την μουσειολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μουσειολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσειολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)