μουσειοσκευή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσειοσκευή οι μουσειοσκευές
      γενική της μουσειοσκευής των μουσειοσκευών
    αιτιατική τη μουσειοσκευή τις μουσειοσκευές
     κλητική μουσειοσκευή μουσειοσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσειοσκευή < μουσεί(ο) + -ο- + σκευή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική museum kit

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mu.si.o.sceˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σει‐ο‐σκευ‐ή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουσειοσκευή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]