μουσική δωματίου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουσική δωματίου | ||
γενική | της | μουσικής δωματίου | ||
αιτιατική | τη | μουσική δωματίου | ||
κλητική | μουσική δωματίου | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσική δωματίου < → δείτε τις λέξεις μουσική και δωμάτιο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μουσική δωματίου θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μουσική) τύπος συνθέσεων της κλασικής μουσικής που γράφονται για μικρό σύνολο οργάνων
- ※ Σε πρώτη ματιά ίσως ηχεί παράδοξο που ακόμα και σε δύστηνους καιρούς οι Έλληνες συνθέτες ασχολήθηκαν ελάχιστα με τη μουσική δωματίου, προτιμώντας να συνθέτουν έργα φιλόδοξα, συμφωνική μουσική ή όπερες, και ας υπήρχαν δυσκολίες παρουσίασής τους σε μία Αθήνα που ακόμα σήμερα δεν διαθέτει λυρικό θέατρο.
- Νίκος Δοντάς, Η μουσική δωματίου στην Ελλάδα, Η Καθημερινή, 17 Νοεμβρίου 2012
- ※ Σε πρώτη ματιά ίσως ηχεί παράδοξο που ακόμα και σε δύστηνους καιρούς οι Έλληνες συνθέτες ασχολήθηκαν ελάχιστα με τη μουσική δωματίου, προτιμώντας να συνθέτουν έργα φιλόδοξα, συμφωνική μουσική ή όπερες, και ας υπήρχαν δυσκολίες παρουσίασής τους σε μία Αθήνα που ακόμα σήμερα δεν διαθέτει λυρικό θέατρο.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσική δωματίου
|
Πηγές[επεξεργασία]
- δωμάτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)