μουσικοκριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουσικοκριτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κριτική μουσικών έργων ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτική
- (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτικός
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσικοκριτικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μουσικοκριτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσικοκριτικός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσικοκριτικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μουσικο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)