μουσικολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσικολόγος < μουσικο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική musicologue
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμων που μελετά θεωρητικά και επιστημονικά τη μουσική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσικολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μουσικο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)