μουσκέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουσκέτο τα μουσκέτα
      γενική του μουσκέτου των μουσκέτων
    αιτιατική το μουσκέτο τα μουσκέτα
     κλητική μουσκέτο μουσκέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσκέτο < μεσαιωνική ελληνική μουσκέτο / μοσκέτο < ιταλική moschetto < moschetta, υποκοριστικό του mosca < λατινική musca (μύγα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουσκέτο ουδέτερο

  • τουφέκι μεγάλου μήκους της πρώιμης εποχής της πυρίτιδας· χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στον αγώνα των Ελλήνων το 1821 για την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]