μουσούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσούδι < μεσαιωνική ελληνική μουσούδι(ν) < ιταλική muso + -ούδι(ν)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσούδι ουδέτερο
- το ρύγχος
- (μεταφορικά, οικείο) το πρόσωπο